- πολυγωνικός
- η , ό[ν] многоугольный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυγωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύγωνο ή μοιάζει με πολύγωνο 2. φρ. α) «πολυγωνικό μέτωπο» στρ. μέτωπο οχυρωμένο κατά πολυγωνική γραμμή β) «πολυγωνικά εδάφη» (γεωμορφ.) μορφές συνεχόμενων πολυγώνων στο έδαφος και στα επιφανειακά… … Dictionary of Greek
πολυγωνικός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες: Πολυγωνικό κτίριο. 2. αυτός που αναφέρεται στο πολύγωνο: Πολυγωνικό σχήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
πολύγωνος — η, ο αυτός που έχει πολλές γωνίες, ο πολυγωνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύμπανο — τύμπανο, το και τούμπανο, το 1. κρουστό μουσικό όργανο που έχει στη μία ή και στις δύο κυκλικές επιφάνειές του τεντωμένο δέρμα που χτυπιέται με ξύλινα πλήκτρα ή και με το χέρι και βγάζει βαρύ ήχο, ταμπούρλο, νταούλι. 2. η τεντωμένη μεμβράνη στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)